- ημισειάζω
- ἡμισειάζω (Α)βλ. ημισιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίσεια, θηλ. τού ήμισυς + -ζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημισιάζω — ἡμισιάζω και ἡμισειάζω (Α) [ήμισυς] διαιρώ κάτι σε δύο ίσα μέρη, διχοτομώ, μεσιάζω … Dictionary of Greek